- ἀναμμένες
- ἀναμμένε̄ς , ἀναμένωwait forpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδαις — ἔνδαις ( αιδος) και ἔνδᾳς ( ᾳδος), ο, η (Α) αυτός που γίνεται με αναμμένες λαμπάδες, με δάδες («σπονδαὶ δ ἐς τὸ πᾱν ἔνδαιδες οἴκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
αλαμπαδηφόρητος — η, ο [λαμπαδηφορώ] αυτός που τελείται ή γιορτάζεται χωρίς λαμπαδηφορία, χωρίς αναμμένες λαμπάδες … Dictionary of Greek
λιτανεία — Ικετήρια πομπή της χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία γίνεται περιφορά ορισμένης εικόνας στην ενορία, ή και πέρα από την περιοχή της, που αποβλέπει στην κατάπαυση, με θεϊκή επέμβαση, δημόσιων κακών που οφείλονται –όπως πιστεύουν όσοι μετέχουν … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Αλεξανδρούπολης — Πρόκειται για ένα σύγχρονο εκκλησιαστικό μουσείο, για την οργάνωση του οποίου οι ειδικοί που το ανέλαβαν έθεσαν υψηλούς και πρωτοποριακούς γι’ αυτό το είδος μουσείων στόχους: να έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, τα εκθέματά του να είναι κατανοητά και… … Dictionary of Greek
λαμπαδηδρομία — η 1. αγώνισμα δρόμου των αρχαίων Ελλήνων στο οποίο συμμετείχαν έφιπποι ή πεζοί κρατώντας αναμμένες λαμπάδες (δαυλούς). 2. μεταφορά της ολυμπιακής φλόγας από το χώρο της αρχαίας Ολυμπίας στην πόλη όπου τελούνται οι Ολυμπιακοί αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)